- κουρμάς
- (μέσα 17ου – αρχές 18ου αι.). Αρματολός από τη Δωρίδα. Έδρασε από το 1680 έως το 1710. Με την ανδρεία και τον ηρωισμό του επιβλήθηκε στους Τούρκους και τους εμπόδισε να καταλάβουν την επαρχία του. Είχε συνεργαστεί με τους Ενετούς και, όταν αυτοί εγκατέλειψαν τη Στερεά Ελλάδα, μετά την πτώση της Αθήνας (1687), ο Κ. κυριάρχησε και στη Βοιωτία. Ταυτόχρονα, ήρθε σε συνεννόηση με τους αρματολούς των άλλων περιφερειών, για να αρχίσουν συστηματική πολεμική εκπαίδευση των ελληνικών πληθυσμών. Για τον σκοπό αυτό, δημιουργήθηκαν δύο μεγάλα στρατόπεδα στο Λιδορίκι και στο Καρπενήσι με αξιωματικούς του ενετικού στρατού ως εκπαιδευτές, οι οποίοι φημίζονταν για τη μεγάλη πολεμική πείρα τους.
* * *οβλ. χουρμάς.
Dictionary of Greek. 2013.